- διαβρωτικός
- -ή, -ό (AM διαβρωτικός, -ή, -όν) [διαβιβρώσκω]1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να διαβρώνει2. ο σχετικός με τη διάβρωσηνεοελλ.φρ. «διαβρωτική επίδραση» — επίδραση που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή προπαγάνδα και προκαλεί σιγά σιγά αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.
Dictionary of Greek. 2013.